- επινισσομαι
- ἐπινίσσομαιἐπι-νίσσομαι1) (по чему-л.) проходить, протекать
ἐ. πεδίων Soph. — протекать по равнинам
2) проплывать(ἔνθα καλὰ Ναῖς ἐπινίσσεται Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. πεδίων Soph. — протекать по равнинам
(ἔνθα καλὰ Ναῖς ἐπινίσσεται Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επινίσσομαι — ἐπινίσσομαι, (Α) 1. πηγαίνω κάπου («πεδίων ἐπινίσσεται», Σοφ.) 2. επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίσσομαι, παράλλ. τ. τού νέομαι «επανέρχομαι»] … Dictionary of Greek
ἐπινισσομένοισιν — ἐπινίσσομαι go over pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐπινίσσομαι go over pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίσεο — ἐπινίσσομαι go over aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπινίσσομαι go over aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίσσεται — ἐπινίσσομαι go over pres ind mp 3rd sg ἐπινίσσομαι go over pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενίσετο — ἐπινίσσομαι go over aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίσεται — ἐπινίσσομαι go over fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)